Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σημαντική επανεξέταση της ίδιας της ιστορίας των Κυκλάδων. Σε αλλαγή των αρχαιολογικών πινακίδων που πληροφορούν τους επισκέπτες γνωστών μνημείων του Αιγαίου για τον αιώνα ανέγερσής τους.
Σε κάθε περίπτωση, η διάλεξη του εφόρου Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρη Αθανασούλη με τίτλο «Οι Κυκλάδες στην αυγή του Μεσαίωνα», η οποία πραγματοποιήθηκε χθες στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, είχε κρίσιμα στοιχεία να συνεισφέρει στην αρχαιολογική έρευνα: σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, τα ενετικά κάστρα της Πάρου και της Νάξου, στην Παροικιά και τη Χώρα αντίστοιχα, δεν είναι… ενετικά. Θεωρείται μεν ότι χτίστηκαν το 1300, ωστόσο, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, πρέπει να τοποθετηθούν στους λεγόμενους μεταβατικούς αιώνες, δηλαδή από το 641 έως το 842 μ.Χ., στη διάρκεια των οποίων έλαβαν χώρα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αξιοσημείωτες αλλαγές.
«Τα θεωρούσαμε ενετικά, τελικά όμως πρέπει να τοποθετηθούν έξι αιώνες πίσω – είναι συγκλονιστικό», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Αθανασούλης και συνεχίζει: «Η τοιχοποιία και ο σχεδιασμός των συγκεκριμένων κάστρων της Νάξου και της Πάρου έχουν αμιγώς βυζαντινά χαρακτηριστικά. Διαθέτουν κάποια ενετικά στοιχεία, τα οποία όμως προστέθηκαν αργότερα και είναι διακριτά. Και τα δύο κάστρα επίσης είναι χτισμένα από αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Θα ήταν τρελό να πιστεύουμε ότι επί 13 αιώνες τα αρχαία εκείνα κτίρια δεν είχαν λιθολογηθεί και βρίσκονταν στη θέση τους».
Οι μεταβατικοί αιώνες σημαδεύτηκαν εξαρχής από κρίσεις, που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κλήθηκε να αντιμετωπίσει, με σημαντικότερη την εξάπλωση των Αράβων, εξήγησε ο Δημήτρης Αθανασούλης στη διάλεξή του. Αιώνες αργότερα η αρχαιολογική έρευνα θεώρησε ότι τα μνημεία εκείνων των ταραγμένων χρόνων (που στιγματίστηκαν επίσης από την Εικονομαχία) έπρεπε να αποδοθούν στις παρακείμενες και πιο ειρηνικές περιόδους. Ωστόσο, είναι ακριβώς τότε που οι Κυκλάδες διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο για την επιβίωση του Βυζαντίου και γίνονται πεδίο ανάσχεσης της αραβικής εξάπλωσης. Τα κάστρα που δημιουργούνται εκείνη την περίοδο στα κυκλαδίτικα νησιά, σημείωσε ο κ. Αθανασούλης, αποσκοπούν «στη διασφάλισή τους ως ζωτικών σταθμών στο δίκτυο των θαλασσίων οδών, το οποίο εξυπηρετούσε τόσο εμπορικούς όσο και στρατιωτικούς σκοπούς. Η ίδρυσή τους δεν σημαίνει απόσυρση από τις παράλιες θέσεις, αλλά αμυντική θωράκιση των ναυτικών σταθμών που είναι κρίσιμοι για την αυτοκρατορία».
Στην ίδια πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εντάσσεται, σύμφωνα με τον κ. Αθανασούλη, και η ανέγερση εκκλησιών στις Κυκλάδες εκείνη την περίοδο, προκειμένου να ενισχυθεί η χριστιανική ταυτότητά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Παναγία η Εκατονταπυλιανή της Πάρου, η οποία, όπως είχε ανακοινώσει ο κ. Αθανασούλης στο πρόσφατο 24ο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών στη Βενετία, πρέπει επίσης να αναχρονολογηθεί και από την εποχή του Ιουστινιανού να τοποθετηθεί πιθανότερα στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα μ.Χ. («Κ», 1.9.2022).
Στα παραπάνω ευρήματα, που προέκυψαν από έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και συνεργαζόμενων πανεπιστημίων και ινστιτούτων, προστίθεται επίσης και ο εντοπισμός οχυρώσεων σε Ανάφη, Φολέγανδρο, Κύθνο, Κέα κ.ά., καθώς και ναοί και τοιχογραφίες σε Σαντορίνη (Αγ. Ειρήνη) και Νάξο (Πρωτόθρονη), που επίσης πρέπει να αναχρονολογηθούν σύμφωνα με τον κ. Αθανασούλη και αναδεικνύουν τη σημασία των Κυκλάδων κατά τους μεταβατικούς αιώνες.
kathimerini.gr